Τα τελευταία χρόνια μεγάλες τράπεζες επιδόθηκαν συστηματικά και στη χώρα μας, στην πώληση σύνθετων επενδυτικών προϊόντων, αντλώντας κυρίως την πελατεία τους μέσα από τους ίδιους τους καταθέτες τους. Τα χαμηλά επίπεδα αποδόσεων των καταθέσεων έδιναν μία καλή αφορμή για την προσέγγιση των καταθετών, ενώ η αδυναμία οποιασδήποτε πρόγνωσης για τις αποδόσεις των νέων επενδυτικών προϊόντων μπορούσε εύκολα να μετατραπεί σε καλλιέργεια υψηλών προσδοκιών.
Τα νέα προϊόντα ήταν αρκετά πολύπλοκα για την κατηγορία των παραδοσιακών καταθετών που ήθελαν να προσελκύσουν. Γι’ αυτούς πρωταρχικό ζητούμενο παρέμενε η ασφάλεια στην τοποθέτηση των χρημάτων τους. Οι πελάτες, άλλωστε, κατ’ εξοχήν γι’ αυτό βρίσκονταν στην τράπεζα. Όταν έτσι ενημερώνονταν από τους υπαλλήλους της ότι το κεφάλαιό τους ήταν εγγυημένο, εισέπρατταν την προτεινόμενη τοποθέτηση των χρημάτων τους, αν όχι ως κατάθεση, τουλάχιστον ως μία τοποθέτηση ισοδύναμη σε ασφάλεια με αυτή της κατάθεσης. Τούτο δε μάλιστα όταν δεν διευκρινιζόταν επαρκώς για τίνος την εγγύηση γίνεται λόγος.
Εξάλλου, η αδυναμία τους να κατανοήσουν το μηχανισμό του προϊόντος και να προβλέψουν την απόδοσή του, αναπληρωνόταν και αυτή από τη σχέση εμπιστοσύνης προς την τράπεζα. Για να τους το υποδεικνύει η τελευταία, σήμαινε ότι αυτή το έχει ελέγξει με μεγάλη επιμέλεια και άριστη γνώση των συνθηκών και υπό αυτό το πρίσμα. Και μόνο που έπαιρνε πρωτοβουλία η τράπεζα να το συστήσει, ήταν λόγος αρκετός για την προσδοκία αποδόσεων.
Πλήθος πελατών που αγόρασε τα δομημένα επενδυτικά προϊόντα βρέθηκε αντιμέτωπο τα επόμενα χρόνια με δυσάρεστες εκπλήξεις. Συχνά, μετά από λίγο καιρό, διαπίστωνε ότι το κεφάλαιό του είχε δεσμευτεί για πολλά έτη, με την προοπτική μάλιστα της απόδοσης σε πολλές περιπτώσεις ήδη αποκλεισμένη, ενώ η υποτυπώδης δευτερογενής αγορά αποδεικνυόταν αμείλικτος μηχανισμός συρρίκνωσης του κεφαλαίου του. Το πρόβλημα προσέλαβε εκρηκτικές διαστάσεις με τη χρηματοπιστωτική κρίση, όταν πτώχευσαν εταιρείες που εξέδωσαν τους τίτλους, όπως συνέβη με την Lehman Brothers, και οι επενδυτές συνειδητοποίησαν ότι η τράπεζα που τους είχε συστήσει και πουλήσει τους τίτλους, δεν είχε αναλάβει καμία ευθύνη. Ωστόσο, οι εν λόγω επενδυτές δεν είναι απροστάτευτοι.
Η αξιόπιστη αγορά των επενδυτικών προϊόντων προϋποθέτει επενδυτές που είναι σε θέση να παίρνουν αποφάσεις. Οι καταναλωτές δεν διαθέτουν όμως, κατά κανόνα, την ειδική γνώση και την απαραίτητη εμπειρία για να αντιλαμβάνονται και να σταθμίζουν τους κινδύνους που έχει μία απόφαση επένδυσης σε πολύπλοκες κινητές αξίες. Προϋπόθεση για την ουσιαστική συμμετοχή τους στην εν λόγω αγορά είναι η υποχρέωση παροχής πληροφόρησης και διαφώτισης που θα τους επιτρέπει να επιλέγουν σε πλήρη επίγνωση τα εν λόγω προϊόντα.
Η τράπεζα που παρέχει υπηρεσίες ή συμβουλές στην αγορά επενδυτικών προϊόντων, οφείλει, με βάση την – σε μεγάλο βαθμό κοινοτικής προελεύσεως - νομοθεσία, να ακολουθεί συγκεκριμένες διαδικασίες, που μάλιστα σκοπό έχουν να κατοχυρώσουν μία ενημέρωση προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες και τα γνωρίσματα του κάθε πελάτη. Κι αυτό για να διασφαλίζεται ότι η πληροφόρηση ως προς τη φύση, τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους των προσφερόμενων προϊόντων φθάνει αποτελεσματικά στον αποδέκτη της, ότι η παροχή συμβουλών είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες και τους στόχους του, ότι η επενδυτική απόφαση στηρίζεται στη βάση μίας αντικειμενικής πληροφόρησης.
Οι επενδυτές έχουν λοιπόν δυνατότητες, εφόσον πράγματι η επενδυτική τους επιλογή διαμορφώθηκε δίχως ακριβή και σαφή πληροφόρηση και διαφώτιση, να διεκδικήσουν από την τράπεζα που τους σύστησε την αγορά ή διαμεσολάβησε σε αυτή την αποκατάσταση της ζημίας τους.
Κρίσιμο στοιχείο για την τύχη τέτοιων απαιτήσεων είναι η επίκληση και απόδειξη ελλειμμάτων πληροφόρησης ή εσφαλμένων υποδείξεων που είχαν ως αποτέλεσμα να προβεί ο επενδυτής στην αγορά του προϊόντος που διαφορετικά, αν είχε την ορθή ενημέρωση, δεν θα προέβαινε. Δεν έχει μάλιστα σημασία αν η παράλειψη πληροφόρησης αναφέρεται σε αυτούς τους κινδύνους (λ.χ. της πτώχευσης) που εν συνεχεία πραγματώθηκαν και ζημίωσαν τον επενδυτή. Αρκεί να ήταν οποιαδήποτε παράλειψη ή παραπληροφόρηση που, αν δεν είχε συμβεί, θα είχε αποτραπεί ο επενδυτής από την αγορά του προϊόντος.
Αν η τράπεζα παρείχε τις υπηρεσίες της δίχως την εκπλήρωση των παραπάνω καθηκόντων της, δημιουργείται ένα ισχυρό τεκμήριο ευθύνης εις βάρος της για τη ζημία του επενδυτή. Όμως και στην περίπτωση που ακολουθούσε διαδικασίες ενημέρωσης των πελατών της, θα πρέπει να ελέγχεται αν η ανταπόκριση αυτή ήταν ουσιαστική και όχι προσχηματική. Θα πρέπει δηλαδή να διερευνάται αν η πληροφόρηση του πελάτη και η παροχή συμβουλών έλαβαν χώρα με τάξη και περιεχόμενο που διασφάλιζε την αυτοδυναμία του να λάβει την απόφαση για την αγορά του προϊόντος. Ας αναφερθούν επ’ αυτού δύο παραδείγματα.
Η χορήγηση πληροφοριακού υλικού σχετικά με το επενδυτικό προϊόν έχει πρακτική αξία μόνον όταν προηγείται της υποβολής της αίτησης αγοράς του, ώστε να παρέχει στον επενδυτή τον απαραίτητο χρόνο διάσκεψης, επεξεργασίας των πληροφοριών, αξιολόγησης και σύγκρισης του προσφερόμενου προϊόντος με άλλα. Προϋποθέτει δε ότι εμπεριέχει, και μάλιστα κατά τρόπο σαφή και ευσύνοπτο, τουλάχιστον όλες τις σημαντικές πληροφορίες για το προϊόν που επηρεάζουν την απόφαση του πελάτη για την αγορά του. Στις επίμαχες σήμερα περιπτώσεις συνέβαινε πράγματι έτσι;
Περαιτέρω: Απαραίτητη προϋπόθεση για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών είναι η αξιολόγηση του επενδυτικού προφίλ του πελάτη. Τα ερωτηματολόγια που απευθύνονται γι’ αυτό το σκοπό στους πελάτες θα πρέπει να είναι κατάλληλα διαμορφωμένα. Στην πράξη αυτά συχνά χρησιμοποιούνται κατά τρόπο που απλώς έρχεται να επικυρώσει την υπόδειξη της τράπεζας και όχι να την καθοδηγήσει. Οι ερωτήσεις είναι γενικές και αόριστες, και άλλες φορές κατά τέτοιο τρόπο διατυπωμένες ώστε η απάντησή τους να προϋποθέτει γνώση και εμπειρία, η διερεύνηση των οποίων ωστόσο είναι το ζητούμενο. Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, οποιεσδήποτε απαντήσεις και αν έδινε ο επενδυτής, η συμβατότητά του με το υψηλό μάλιστα ρίσκου επενδυτικό προϊόν προέκυπτε ήδη ως προκαθορισμένο αποτέλεσμα.
Πλημμέλειες στο παραπάνω προσυμβατικό στάδιο δεν θεραπεύονται απαραίτητα με την υπογραφή της σύμβασης όσα κι αν αναφέρονται στα «ψιλά της γράμματα». Ο νόμος θέλει την προστασία του επενδυτή ήδη όταν διαμορφώνει την απόφαση του, όχι μόνο όταν την πραγματώνει.
Αντίστοιχα, οι υποχρεώσεις ενημέρωσης της τράπεζας δεν εξαντλούνται με την αγορά του προϊόντος. Ο πελάτης που αγοράζει ένα επενδυτικό προϊόν, επειδή εμπιστεύθηκε την αυτόκλητη μάλιστα σύσταση της τράπεζας, δικαιολογημένα προσδοκά ότι αυτή θα τον ενημερώνει για γεγονότα ή εξελίξεις που θα περιέλθουν στην αντίληψή της και επηρεάζουν την αξιολόγηση του κινδύνου της επένδυσης.
Οι επενδυτές δεν έχουν λοιπόν παρά να αναλογιστούν τις συνθήκες υπό τις οποίες οδηγήθηκαν στην αγορά των σύνθετων επενδυτικών προϊόντων τους. Στο βαθμό που η ελλιπής πληροφόρηση και η αδιαφανής δράση της τράπεζας καθόρισε την «απόφασή» τους δικαιούνται να απαιτήσουν αποκατάσταση της ζημιάς που υπέστησαν. Όχι λιγότερο, όμως, θα πρέπει να αναλογιστούν τις ευθύνες τους οι ίδιες οι τράπεζες.
Δικηγόρος – Διδάκτορος Νομικής κου Δημήτρη Σπυράκου
πηγή: "O Κόσμος του Επενδυτή" στις 27/28 Δεκεμβρίου 2008
|